κυκώ — κυκῶ, άω, ποιητ. τ. κυκανῶ, άω (Α) 1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο (α. «τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ... ἐκύκα», Ομ. Οδ. β. «αἱ μὴ τί τ εἴπην γλώσσ ἐκύκα κακόν», Σαπφ. γ. «τοῡ θύμου τρίβων κυκῶμαι», Αριστοφ.) 2. αναταράσσω… … Dictionary of Greek
κυκῶ — κυκάω stir pres imperat mp 2nd sg κυκάω stir pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κυκάω stir pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κυκάω stir pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) κυκάω stir pres ind act 1st sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακύκητος — ἀκύκητος, ον (Α) [κυκῶ] ο αδιατάρακτος … Dictionary of Greek
ανακυκώ — ( άω) (Α ἀνακυκῶ) [κυκῶ] ανακινώ, ανακατεύω, αναταράσσω … Dictionary of Greek
διακυκώ — διακυκῶ ( άω) (Α) [κυκώ] αναταράσσω … Dictionary of Greek
κατακυκώ — κατακυκῶ, άω (AM) μσν. ταράζω («κατακυκᾱν τὴν ναῡν ὀδυρμοῑς», Ευμάθ.) αρχ. αναμιγνύω και αναταράσσω («τὸ λευκὸν τῶν ᾠῶν ἐν ὕδατι κατακυκῶν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυκῶ «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
κυκήθρα — κυκήθρα, ἡ (Α) [κυκώ] (κατά τον Ησύχ.) «ταραχή» … Dictionary of Greek
κυκανώ — κυκανῶ, άω (Α) (ποιητ. τ.) βλ. κυκώ … Dictionary of Greek
κυκεία — κυκεία, ἡ (Α) [κυκώ] (κατά τον Ησύχ.) ταραχή … Dictionary of Greek
κυκεώνας — ο (AM κυκεών, ῶνος, Α δωρ. τ. κυκάν, ᾱνος) σύμφυρμα ανόμοιων πραγμάτων, ανακατωσούρα («κυκεῶνα ταῑς ἀκοαῑς ἡμῶν άναμεῑξαι», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. ποτό που παρασκευαζόταν συνήθως με ανάμιξη οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού,… … Dictionary of Greek
κυκηθμός — κυκηθμός, ὁ (Α) σύγχυση, ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ «ανακατεύω, αναμιγνύω» + επίθημα ηθμός (πρβλ. ελκ ηθμός, μυκ ηθμός)] … Dictionary of Greek